νοτιοδυτικός — ή, ό αυτός που είναι στραμμένος προς το σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στο Νότο και τη Δύση ή που βρίσκεται στο σημείο αυτό ή που προέρχεται από το σημείο αυτό: Νοτιοδυτική Αφρική. – Νοτιοδυτικός άνεμος (αλλ. λίβας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πουνεντογάρμπης — και πονεντογάρμπης και μπουνεντογάρμπης, ο, Ν 1. νοτιοδυτικός άνεμος, λιβοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνέντες + γαρμπής «νοτιοδυτικός άνεμος»] … Dictionary of Greek
γαρμπής — ο 1. νοτιοδυτικός άνεμος 2. δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < (αραβ.) gαrbi «δυτικός». Η λ. πέρασε στην Ελληνική πιθ. μέσω τής βενετσιάνικης και τής ισπανικής ναυτικής γλώσσας (gαrbin)] … Dictionary of Greek
ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… … Dictionary of Greek
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
μεσημβρινοδυτικός — ή, ό ο νοτιοδυτικός. επίρρ... μεσημβρινοδυτικώς και ά με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημβρινός + δυτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
νοτολιβυκός — και νοτολιβικός, ή, όν (Α) νοτιοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + λιβυκός (< Λιβύη) < ή λιβικός (< λίψ, λιβός)] … Dictionary of Greek
οστριαγάρμπης — και οστρογάρμπης, ο ο νοτιοδυτικός άνεμος, λιβόνοτος, λίβας μαζί και γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + γαρμπής] … Dictionary of Greek
σιφάντο — το, και σιφάντος, ο, Ν νοτιοδυτικός άνεμος με μεγάλη ορμητικότητα ο οποίος επικρατεί στην Αδριατική Θάλασσα και διαρκεί τέσσερεις συνεχείς μέρες κατά τη διάρκεια τού χειμώνα και λίγες μόνον ώρες κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού … Dictionary of Greek